- βομβαύλιος
- βομβ-αύλιος, Sackpfeifer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
βομβαύλιος — βομβαύλιος, ο (Α) αυτός που κάνει βόμβο με τον αυλό, που ο ήχος του αυλού του είναι σαν του μπούρμπουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόμβος + αύλιος < αυλός] … Dictionary of Greek
βομβαύλιος — bagpiper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βομβαύλιοι — βομβαύλιος bagpiper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)